Melina Karageorgiou
Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2019
Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2018
Εσύ τί στ' αλήθεια διάβασες σήμερα στα social media?
Τα καλοπροαίρετα ομαδικά αλλά και ατομικά ποστ συνεχίστηκαν - πιθανόν και τα τηλέφωνα και τα sms - όταν η Αννη-Αντιγόνη αποφάσισε με ευγενικό με τόνο και με μια
χαριτωμένη φατσούλα να πει ότι δε γιορτάζει, γράφοντας στα αγγλικά, μέσα σε 2 γραμμές περίπου το εξής status:
Χρόνια
πολλά σε όλες τις Αννες εντός και εκτός Κύπρου, ευχαριστώ και για όλες τις
ευχές που μου στείλατε, είναι πάντα καλοδεχούμενες, αλλά το πλήρες όνομα μου
είναι ΑΝΤΙΓΟΝΗ.
MATAIA.
Είτε
έγραψε, είτε δεν έγραψε ότι δεν γιόρταζε , το ίδιο και το αυτό για περίπου 20
χρήστες του μέσου κοινωνικής δικτύωσης και φίλων της Αννης-Αντιγόνης, με τους περισσότερους
- αν όχι με όλους- να είναι προφανώς φίλη και γνωστή και στην εκτός Facebook ζωή.
Χρόνια
πολλά! Να ζήσεις! Happy name day! Χρόνια
πολλά κι ευτυχισμένα! Επέμειναν οι φίλοι.
Μεμονωμένες
παρεμβολές φίλων, καθώς και της ίδιας της μη- εορτάζουσας έκαναν μια τρύπα
στο νερό. Οι άνθρωποι ήθελαν να της ευχηθούν, τέλος. Ευχαριστώ μα δε γιορτάζω –
ξανά μανά χρόνια πολλά!
Η
μη εορτάζουσα και η υπογράφουσα συμφώνησαν τελικά ότι ένα thesis στο θέμα θα είχε ενδιαφέρον. Μια άλλη φίλη
που σπουδάζει για πτυχίο ψυχολογίας, ομολογώντας ότι έχει ξεραθεί στα
γέλια, εξέφρασε επίσης ερευνητικό ενδιαφέρον.
Ημασταν
ωστόσο η «παραφωνία» στον καταιγισμό των ευχών, από ανθρώπους που δεν κατάφεραν
να διαβάσουν ένα ποστ μόλις 2 και κάτι γραμμών. Ανθρώπους με μόρφωση,
χρήστες του μέσου.
Πέρα
λοιπόν από την πλάκα και το σουρεαλιστικό της υπόθεσης, τι είμαστε σε θέση να
διαβάσουμε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης;
Τι
είναι ικανό να απορροφήσει το μυαλό μας στον ορυμαγδό των ποστ και της διαδικτυακής
ροής; Πόσο μηχανικά διαβάζουμε; Πόσο παρασύρεται ο καθένας από αυτό που
περιμένει ή θέλει να διαβάσει, ή από αυτό που γράφει το πιο πάνω σχόλιο; Πόση
υπομονή έχουμε να διαβάσουμε πέρα από δυο τρεις λέξεις; Πόση υπομονή έχουμε να …διαβάσουμε
καν; Ή μήπως το ενδιαφέρον και η υπομονή
του μέσου χρήστη εξαντλείται πια σε μια εικόνα;
Η
μη γιορτή της Αννης-Αντιγόνης δεν θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στο κοινωνικό
σύνολο, ούτε θα ρίξει περισσότερο νερό στο μύλο της παραπληροφόρησης και των fake news. Το
σήμερα και το αύριο της κοινωνίας του διαδικτύου όμως, ζητούν από τον χρήστη
περισσότερη εγρήγορση κι αν μη τι άλλο την ελάχιστη προσοχή στην επεξεργασία της
πληροφορίας.
Ας ξεκινήσουμε
με τα απλά και καθημερινά.
Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2018
Αποχαιρετισμός
Την περασμένη Κυριακή κατέβαινα σαν το αγριοκάτσικο από την Ακρόπολη για να προλάβω να τον δω. Τα ταξί πιο κάτω ήταν ρεζερβέ, στο μηχάνημα για εισιτήρια στον σταθμό του μετρό είχε ουρά, το επόμενο δρομολόγιο δεν ερχόταν όσο γρήγορα θα ήθελα κι εγώ κουβαλούσα τις τύψεις μου που την περασμένη μέρα δεν συνεννοήθηκα καλά με τη θεία μου και δεν τον είδα στην πρώτη μέρα του διημέρου μου στην Αθήνα. Με καθυστέρηση έφτασα τελικά στον Ευαγγελισμό και όταν με είδε μου χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο ως τα μάτια. Αγκαλιαστήκαμε, είπε γι' ακόμη μια φορά τα πιο αστεία πράγματα με το πιο σοβαρό ύφος κι εγώ του μισοείπα με μια άθλια διήγηση ένα από τα δύο ανέκδοτα που ας πούμε ότι έμαθα μετά από χίλιες πρόβες. Γέλασε πρώτος απ'όλους. Με ευχαρίστησε που ήρθα κι εγώ του σήκωσα τους ώμους σε μια αμήχανη κίνηση που ήθελε να πει πως δε χρειάζεται να ευχαριστεί. Ηθελα και ήμουν εκεί.
Ο θείος Γεράσιμος ήταν μηχανικός στα καράβια. Κι έτσι ταξίδεψε σ' όλη τη Γη, πολλές φορές μαζί με την αγαπημένη του σύζυγο, τη δική μου αγαπημένη θεία. Μια ζωή περήφανος για μένα, μια ζωή να μου εκφράζει την αγάπη του. Τους τελευταίους σχεδόν δυο μήνες είχε διαγνωστεί με δύσκολη ασθένεια. Μετά την πρώτη λύπη πιστέψαμε ότι θα τα καταφέρει. Αντεξε τέσσερις μέρες μετά από την τελευταία μας συνάντηση και τα νέα ήρθαν βαριά.
Είναι φορές που αγιοποιούμε τους ανθρώπους αφού φύγουν. Κι είναι φορές, που στ' αλήθεια όλες μας οι αναμνήσεις μιλάνε για έναν άνθρωπο που μας γέμισε αγάπη και που άφησε το αποτύπωμα ενός καλού και έντιμου ανθρώπου για υστεροφημία. Κι ας μην τον ανακοινώσουν τα ραδιόφωνα, κι ας μην τηρηθεί γι' αυτόν ενός λεπτού σιγή. Γιατί τί άλλο κάνει τον κόσμο να γυρίζει παρά η αγάπη και η καλοσύνη;
Το πένθος είναι υπόθεση προσωπική. Γι' αυτό δίστασα να μοιραστώ κάποια πράγματα. Είναι όμως ταυτόχρονα μια αναπόφευκτη διαδικασία ωρίμανσης που καλείται ο καθένας να διαχειριστεί.
Θείε Μάκη, αυτό είναι το αφιέρωμα μου για σένα. Είναι πολύτιμες οι στιγμές, κι αυτές με τους ανθρώπους που αγαπάμε δε χωράνε αναβολές. Σ' ευχαριστώ για την αγάπη σου.
Παρασκευή 3 Αυγούστου 2018
Ζητείται συνέπεια
Αυτή τη βδομάδα
βάζει ξαφνικά σπαρακτικό ποστ για τα παιδιά στη Γούτα της Συρίας. Δεν ξέρει ακριβώς που πέφτει, δε
γύρεψε να μάθει ποιος και γιατί, αλλά κυκλοφορεί πολύ στο news feed της, δε μπορεί , αξίζει ένα ποστ ή και τρία. #PrayforSyria λοιπόν. Την επόμενη εβδομάδα το hashtag έχει αλλάξει, to
trend δεν είναι πια hot. (εκείνος ο πόλεμος τέλειωσε;)
Κάνει share τη
φωτογραφία του νεκρού μικρού Αϊλάν με σχόλια ψυχικού κλονισμού. Περνάει ο
καιρός, τώρα πιστεύει πως οι επιζήσαντες μικροί Αϊλάν είναι επικίνδυνοι.
Γράφει κείμενα
πύρινα για τους ρατσιστές, τους
ομοφοβικούς, τα μέλη της ιεραρχίας που δεν ποιούν πνευματικό έργο. Η κριτική
τους αρμόζει, βέβαια. Το διαδικτυακό προφίλ
το πέτυχε, το λένε τα likes, δείχνει έναν οργισμένο τιμωρό της αδικίας.
Στη ζωή του, την ίδια ακριβώς ώρα, υποσκάπτει εμμονικά όποιον δε γουστάρει, όποιον δεν είναι στον κύκλο
του, βρίζει όποιον δε συμφωνεί μαζί του.
Λυπάται για τους
πυρόπληκτους. Συνοδεύει τη λύπη με μια σέλφι, δύο, τρεις. Ο εαυτός σε πρώτο
πλάνο. Την έγνοια για τους άλλους σκεπάζει η ανάγκη να προβάλλεται παντού και
πάντα η εικόνα του εαυτού.
Πάει στη συναυλία
για τους πυρόπληκτους. Βγάζει πολλές
πόζες και duck face ώσπου να πετύχει την καλύτερη, διότι αυτό ενδιαφέρει τόσο την κουτσή Μαρία όσο και την Μαρικκού που τα Λεύκαρα.
Βάζει φωτογραφία
της Ελλάδας, πατρίδα, περήφανος Ελληνας, Ελληνες αδελφοί και τα σχετικά. Χθες
μιλούσε απαξιωτικά για τους «καλαμαράδες που ήρταν στην Κύπρο» φορτώνοντας τους
όλα τα στερεότυπα που έχουν επινοηθεί.
Παραπονιέται για
την κίνηση, αυτά που δεν τους προσφέρει η πόλη και η πολιτεία του. Στο επόμενο
παρκάρισμα παίρνει πάλι ενάμισι πάρκινγκ. Ο συμπολίτης του που φτάνει ας
γυρευτεί αλλού. Αν δε βρει είναι κι εκείνες των αναπήρων - σιγά καλέ, όλοι οι ανάπηροι ταυτόχρονα θα έρθουν;
Κάνει live video
από τον επιτάφιο. Σπρώχνεται και σκουντά
για να περάσει από κάτω, παρακάμπτει σειρές και ουρές. Εκείνο το Δόξα τη
μακροθυμία σου Κύριε κάτι θα σημαίνει αλλά δεν είχε ποτέ χρόνο να το μάθει.
Εχει άγχος για το
τι θα βάλουν οι άλλες κοσμικές στο φιλανθρωπικό event και αν θα εντυπωσιάσει με τις φωτογραφίες της στο αφιέρωμα
του περιοδικού. Κάνει ένα ποστ που αναφέρεται στην εκδήλωση για τα καημένα τα παιδιά, αλλά της λένε "μπράβο αγάπη είσαι θεά".
Ολοι οι πιο πάνω
μπορεί να είναι διαφορετικά καθημερινά πρόσωπα, κάποιοι συνυπάρχουν σε δυο ή
τρεις περιγραφές.
Ζητώ κάτι
πολύτιμο και ακριβό και ίσως δυσεύρετο.
Συνέπεια. Θέλω
συνέπεια, ανάμεσα σε λόγια, πράξεις, ιδέες, στάση ζωής.
Δε θέλω
ευαισθησίες a la carte,
Κι ίσως να ζητώ
πολλά και να μην είναι εύπεπτα.
Μα μερικά
πράγματα στη ζωή είναι όλα ή τίποτα.
Πρό και μετά
διαδικτύου.
Δευτέρα 21 Αυγούστου 2017
ΜΗΝ ΚΡΥΨΕΙΣ ΝΑ ΠΕΡΑΣΟΥΜΕ
Κρύψε να περάσουμε...
Η Μαριλένα είχε ακούσει τη φράση αμέτρητες φορές. Στο σπίτι, στις κοινωνικές συναναστροφές, στη δουλειά.
Μικρή όταν άκουγε τους μεγάλους να την προφέρουν, νόμιζε πως είχε να κάνει με το κρυφτό που της άρεσε πολύ, ήθελε να παίξει μα δεν έβλεπε κανένα να κρύβεται κι ούτε καταλάβαινε αν έπρεπε να κρυφτεί η ίδια κάπου. Μετά πήγαινε και κρυβόταν μόνη της με τα βιβλία, τις μουσικές και τις νεράιδες.
Μεγαλώνοντας, άρχισε να ηχεί στα αυτιά της σαν τα ρητά και τις παροιμίες, μέρος της κυπριακής της πραγματικότητας, που δεν γνώριζε κανείς πότε έφτασε να γίνει κάτι σαν παράδοση, σύνθημα και λάβαρο. Ενα λάβαρο που δε γνώριζε κομματικές παρατάξεις και πιστεύω αλλά συνένωνε πολλούς: κρύψε να περάσουμε.
Κι είδε άξιους να μην παίρνουν αυτά που τους αξίζουν κι ανάξιους να θριαμβεύουν, καταστροφές να συμβαίνουν στον τόπο, ανθρώπους να χρεωκοπούν, ανυπεράσπιστους να κακοποιούνται πίσω από κλειστές πόρτες, κι ένιωθε αυτή τη φράση να ηχεί και να δυναστεύει από παντού: κρύψε να περάσουμε. Σαν ένα άγραφο κίνημα που στο καταστατικό του είχε μόνο αυτή τη φράση.
Κι αποφάσισε ότι αυτή η φράση στοίχειωνε και δυνάστευε, κι είπε, κοίτα να δεις, αν χρειαζόταν με μια φράση να περιγράψω τι βρίσκεται πίσω απ' όλα τα κακά του τόπου - του όμορφου τόπου που του αξίζει να ανθίζει κι όχι να κρύβεται, και των ανθρώπων του που θα έπρεπε όχι απλά να θέλουν περνούν, μα να ζουν- αυτήν θα διάλεγα.
Κι είπε, δε μπορεί, δεν είμαι μόνη, το ξέρουν κι άλλοι, το έχω δει.
Και βγήκε έξω κι είπε, θα κάνω το δικό μου κίνημα, θα 'ναι γραμμένο κι όχι άγραφο, και θα έχει στο καταστατικό του την αγάπη και το δίκιο, και την εντιμότητα και τη σκληρή δουλειά, και το νοιάξιμο για τον άλλο, και τον δίπλα, και τον παραδίπλα. Γιατί ο άλλος θα μπορούσε να είμαι εγώ κι εγώ ο άλλος. Και θα έχει τον τίτλο:
ΜΗΝ ΚΡΥΨΕΙΣ ΝΑ ΠΕΡΑΣΟΥΜΕ
Η Μαριλένα είχε ακούσει τη φράση αμέτρητες φορές. Στο σπίτι, στις κοινωνικές συναναστροφές, στη δουλειά.
Μικρή όταν άκουγε τους μεγάλους να την προφέρουν, νόμιζε πως είχε να κάνει με το κρυφτό που της άρεσε πολύ, ήθελε να παίξει μα δεν έβλεπε κανένα να κρύβεται κι ούτε καταλάβαινε αν έπρεπε να κρυφτεί η ίδια κάπου. Μετά πήγαινε και κρυβόταν μόνη της με τα βιβλία, τις μουσικές και τις νεράιδες.
Μεγαλώνοντας, άρχισε να ηχεί στα αυτιά της σαν τα ρητά και τις παροιμίες, μέρος της κυπριακής της πραγματικότητας, που δεν γνώριζε κανείς πότε έφτασε να γίνει κάτι σαν παράδοση, σύνθημα και λάβαρο. Ενα λάβαρο που δε γνώριζε κομματικές παρατάξεις και πιστεύω αλλά συνένωνε πολλούς: κρύψε να περάσουμε.
Κι είδε άξιους να μην παίρνουν αυτά που τους αξίζουν κι ανάξιους να θριαμβεύουν, καταστροφές να συμβαίνουν στον τόπο, ανθρώπους να χρεωκοπούν, ανυπεράσπιστους να κακοποιούνται πίσω από κλειστές πόρτες, κι ένιωθε αυτή τη φράση να ηχεί και να δυναστεύει από παντού: κρύψε να περάσουμε. Σαν ένα άγραφο κίνημα που στο καταστατικό του είχε μόνο αυτή τη φράση.
Κι αποφάσισε ότι αυτή η φράση στοίχειωνε και δυνάστευε, κι είπε, κοίτα να δεις, αν χρειαζόταν με μια φράση να περιγράψω τι βρίσκεται πίσω απ' όλα τα κακά του τόπου - του όμορφου τόπου που του αξίζει να ανθίζει κι όχι να κρύβεται, και των ανθρώπων του που θα έπρεπε όχι απλά να θέλουν περνούν, μα να ζουν- αυτήν θα διάλεγα.
Κι είπε, δε μπορεί, δεν είμαι μόνη, το ξέρουν κι άλλοι, το έχω δει.
Και βγήκε έξω κι είπε, θα κάνω το δικό μου κίνημα, θα 'ναι γραμμένο κι όχι άγραφο, και θα έχει στο καταστατικό του την αγάπη και το δίκιο, και την εντιμότητα και τη σκληρή δουλειά, και το νοιάξιμο για τον άλλο, και τον δίπλα, και τον παραδίπλα. Γιατί ο άλλος θα μπορούσε να είμαι εγώ κι εγώ ο άλλος. Και θα έχει τον τίτλο:
ΜΗΝ ΚΡΥΨΕΙΣ ΝΑ ΠΕΡΑΣΟΥΜΕ
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)