Κρύψε να περάσουμε...
Η Μαριλένα είχε ακούσει τη φράση αμέτρητες φορές. Στο σπίτι, στις κοινωνικές συναναστροφές, στη δουλειά.
Μικρή όταν άκουγε τους μεγάλους να την προφέρουν, νόμιζε πως είχε να κάνει με το κρυφτό που της άρεσε πολύ, ήθελε να παίξει μα δεν έβλεπε κανένα να κρύβεται κι ούτε καταλάβαινε αν έπρεπε να κρυφτεί η ίδια κάπου. Μετά πήγαινε και κρυβόταν μόνη της με τα βιβλία, τις μουσικές και τις νεράιδες.
Μεγαλώνοντας, άρχισε να ηχεί στα αυτιά της σαν τα ρητά και τις παροιμίες, μέρος της κυπριακής της πραγματικότητας, που δεν γνώριζε κανείς πότε έφτασε να γίνει κάτι σαν παράδοση, σύνθημα και λάβαρο. Ενα λάβαρο που δε γνώριζε κομματικές παρατάξεις και πιστεύω αλλά συνένωνε πολλούς: κρύψε να περάσουμε.
Κι είδε άξιους να μην παίρνουν αυτά που τους αξίζουν κι ανάξιους να θριαμβεύουν, καταστροφές να συμβαίνουν στον τόπο, ανθρώπους να χρεωκοπούν, ανυπεράσπιστους να κακοποιούνται πίσω από κλειστές πόρτες, κι ένιωθε αυτή τη φράση να ηχεί και να δυναστεύει από παντού: κρύψε να περάσουμε. Σαν ένα άγραφο κίνημα που στο καταστατικό του είχε μόνο αυτή τη φράση.
Κι αποφάσισε ότι αυτή η φράση στοίχειωνε και δυνάστευε, κι είπε, κοίτα να δεις, αν χρειαζόταν με μια φράση να περιγράψω τι βρίσκεται πίσω απ' όλα τα κακά του τόπου - του όμορφου τόπου που του αξίζει να ανθίζει κι όχι να κρύβεται, και των ανθρώπων του που θα έπρεπε όχι απλά να θέλουν περνούν, μα να ζουν- αυτήν θα διάλεγα.
Κι είπε, δε μπορεί, δεν είμαι μόνη, το ξέρουν κι άλλοι, το έχω δει.
Και βγήκε έξω κι είπε, θα κάνω το δικό μου κίνημα, θα 'ναι γραμμένο κι όχι άγραφο, και θα έχει στο καταστατικό του την αγάπη και το δίκιο, και την εντιμότητα και τη σκληρή δουλειά, και το νοιάξιμο για τον άλλο, και τον δίπλα, και τον παραδίπλα. Γιατί ο άλλος θα μπορούσε να είμαι εγώ κι εγώ ο άλλος. Και θα έχει τον τίτλο:
ΜΗΝ ΚΡΥΨΕΙΣ ΝΑ ΠΕΡΑΣΟΥΜΕ
Η Μαριλένα είχε ακούσει τη φράση αμέτρητες φορές. Στο σπίτι, στις κοινωνικές συναναστροφές, στη δουλειά.
Μικρή όταν άκουγε τους μεγάλους να την προφέρουν, νόμιζε πως είχε να κάνει με το κρυφτό που της άρεσε πολύ, ήθελε να παίξει μα δεν έβλεπε κανένα να κρύβεται κι ούτε καταλάβαινε αν έπρεπε να κρυφτεί η ίδια κάπου. Μετά πήγαινε και κρυβόταν μόνη της με τα βιβλία, τις μουσικές και τις νεράιδες.
Μεγαλώνοντας, άρχισε να ηχεί στα αυτιά της σαν τα ρητά και τις παροιμίες, μέρος της κυπριακής της πραγματικότητας, που δεν γνώριζε κανείς πότε έφτασε να γίνει κάτι σαν παράδοση, σύνθημα και λάβαρο. Ενα λάβαρο που δε γνώριζε κομματικές παρατάξεις και πιστεύω αλλά συνένωνε πολλούς: κρύψε να περάσουμε.
Κι είδε άξιους να μην παίρνουν αυτά που τους αξίζουν κι ανάξιους να θριαμβεύουν, καταστροφές να συμβαίνουν στον τόπο, ανθρώπους να χρεωκοπούν, ανυπεράσπιστους να κακοποιούνται πίσω από κλειστές πόρτες, κι ένιωθε αυτή τη φράση να ηχεί και να δυναστεύει από παντού: κρύψε να περάσουμε. Σαν ένα άγραφο κίνημα που στο καταστατικό του είχε μόνο αυτή τη φράση.
Κι αποφάσισε ότι αυτή η φράση στοίχειωνε και δυνάστευε, κι είπε, κοίτα να δεις, αν χρειαζόταν με μια φράση να περιγράψω τι βρίσκεται πίσω απ' όλα τα κακά του τόπου - του όμορφου τόπου που του αξίζει να ανθίζει κι όχι να κρύβεται, και των ανθρώπων του που θα έπρεπε όχι απλά να θέλουν περνούν, μα να ζουν- αυτήν θα διάλεγα.
Κι είπε, δε μπορεί, δεν είμαι μόνη, το ξέρουν κι άλλοι, το έχω δει.
Και βγήκε έξω κι είπε, θα κάνω το δικό μου κίνημα, θα 'ναι γραμμένο κι όχι άγραφο, και θα έχει στο καταστατικό του την αγάπη και το δίκιο, και την εντιμότητα και τη σκληρή δουλειά, και το νοιάξιμο για τον άλλο, και τον δίπλα, και τον παραδίπλα. Γιατί ο άλλος θα μπορούσε να είμαι εγώ κι εγώ ο άλλος. Και θα έχει τον τίτλο:
ΜΗΝ ΚΡΥΨΕΙΣ ΝΑ ΠΕΡΑΣΟΥΜΕ
:)
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα το εκλάβω ως συμμετοχή στο κίνημα :)
Διαγραφή